- μαγνησιακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνησία ή στο μαγνήσιο2. αυτός που περιέχει μαγνήσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που αναφέρεται στο μαγνήσιο μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγνησιακός — μαγνησιακός, ή, ό και μαγνησιούχος, α, ο που περιέχει μαγνήσιο: Μαγνησιούχα πετρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)